ἐφημερεύουσι

ἐφημερεύουσι
ἐφημερεύω
keep guard by day
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἐφημερεύω
keep guard by day
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εφημερεύω — (ΑΜ ἐφημερεύω, Μ και ἐφημερεύγω και φημερεύγω) [εφήμερος] επιβλέπω, εποπτεύω καθ όλη την ημέρα, διημερεύω, είμαι σε υπηρεσία όλη την ημέρα (α. «ἐπιτιθέμενοι... τοῑς ἐφημερεύουσι μεθ ἡμέραν προφανῶς», Πολ. β. «εφημερεύον νοσοκομείο») νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”